- μεσολαβητικός
- -ή, -όο σχετικός με τη μεσολάβηση, ο συμβιβαστικός: Οι μεσολαβητικές μου προσπάθειες έφεραν κοντά τα δυο αδέρφια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεσολαβητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή συντελεί στη μεσολάβηση ή αυτός που είναι ικανός για μεσολάβηση («η Σουηδία ανέλαβε μεσολαβητικό ρόλο στη Μέση Ανατολή»). επίρρ... μεσολαβητικώς και ά με μεσολαβητικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσολαβώ. Η λ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
παρεμβατικός — ή, ό [παρεμβαίνω] 1. παρενθετικός, μεσολαβητικός 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρέμβαση ή διενεργεί παρέμβαση 3. χαρακτηριστικός τής παρέμβασης ή τού παρεμβατισμού («παρεμβατική πολιτική») … Dictionary of Greek